- λιμνέων
- λίμνηpool of standing waterfem gen pl (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λιμνέων — Λίμναι fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμνιώνας — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Οικισμός (υψόμ. 10 μ., 19 κάτ.) του νομού Αττικής. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Βαρνάβα της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 34 κάτ.) της Εύβοιας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… … Dictionary of Greek